- χθαμαλός
- -ή, -ό / χθαμαλός, -ή, -όν, ΝΜΑ(λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλόςζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίωναρχ.1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῑς», Θεμίστ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χθαμαλόνη χθαμαλότητα, η ιδιότητα τού χαμηλού.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χθαμ-αλός έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας τής λ. χθών (για τη μορφή τής ρίζας βλ. λ. χθών) με επίθημα -αλός (πρβλ. ἁπ-αλός, ὁμ-αλός). Για τον σχηματισμό τού τ. χθαμαλός (όπως και τού συγγενικού τ. χαμηλός) με επίθημα σε -λ- πρβλ. και τα ομόρριζα λατ. humilis, φρυγ. ζεμελως (βλ. και λ. χθων). Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chthamalus].
Dictionary of Greek. 2013.